- σέσεισμαι
- σείωshakeperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά … Dictionary of Greek
tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- — tu̯ei 2, extended tu̯ei s English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch” Grammatical information: (s present; to es stem… … Proto-Indo-European etymological dictionary